—
Στο στενό δρομάκι της παλιάς πόλης, ο υποψήφιος ενοικιαστής βρήκε ένα παλιό πετρόκτιστο σπίτι προς ενοικίαση. Το σπίτι ξεχώριζε με τα ξύλινα παντζούρια του και τη μεγάλη κόκκινη πόρτα. Η περιγραφή στην αγγελία το χαρακτήριζε ως “ιδιαίτερο” και “γεμάτο ιστορία”.
Καθώς άνοιξε την πόρτα, η αύρα του σπιτιού τη χτύπησε και έκλεισε δυνατά πίσω του. Ήταν σαν να είχε μπει σε ένα άλλο κόσμο. Ο χώρος ήταν γεμάτος από τη μυρωδιά παλιών βιβλίων, και η σιωπή που επικρατούσε ήταν σχεδόν παραλυτική. Καθώς περιηγούνταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, είδε παλιά έπιπλα, πορτρέτα ανθρώπων και υπερβολικά σκοτεινές γωνιές.
Σε ένα από τα δωμάτια, ένιωσε μία ξαφνική παγωνιά Καθώς κοίταξε γύρω, είδε μια κούνια που κουνιόταν μόνη της. Η σιωπή του σπιτιού διακόπηκε από τον ήχο ενός παιδικού γέλιου που φαινόταν να έρχεται από παντού.
Τρομοκρατημένος κατεβαίνει κάτω στη γυναίκα του έχει ανοίξει το σπίτι και της λέει
-Συγγνώμη κυρία μου δε θα το νοικιάσω.
-Μα γιατί;
-Σαν στοιχειωμένο φαίνεται.
-Τι λέτε νεαρέ μου, 360 χρόνια μένω εδώ και δεν έχω δει τίποτα…