Στα πρώτα χρόνια που οι πιλότοι αεροπλάνων έκαναν τις πρώτες απόπειρες να πετάξουν, ο περισσότερος κόσμος φοβόταν να δοκιμάσει ν’ ανεβεί σε αεροπλάνο. Δυο Σκωτσέτζοι που δε φοβούνται ν’ ανεβούν έχουν άλλο πρόβλημα, η πτήση κοστίζει τρία σεντς. Ο πιλότος που για μέρες δεν έχει δουλειά, τους προτείνει την εξής συμφωνία:
– Θα πετάξετε δωρεάν, αρκεί να μη βγάλετε τσιμουδιά την ώρα της πτήσης, βέβαιος ότι απ’ το φόβο τους θα φωνάξουν. Αν μιλήσετε θα πληρώσετε.
– Σύμφωνοι, απαντούν οι Σκωτσέτζοι.
Ανεβαίνουν όλοι στο αεροπλάνο και ξεκινάν. Σ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης, παρά τις βουτιές που κάνει ο πιλότος και τ’ αναποδογυρίσματα, οι δυο Σκωτσέτζοι δε βγάζουν άχνα. Καθώς προσγειώνονται ο πιλότος γεμάτος περιέργεια ρωτάει:
– Μα καλά δε φοβηθήκατε;
– Πώς! απαντάει ο ένας Σκωτσέτζος.
– Και δεν μπήκατε στον πειρασμό να μιλήσετε;
– Ναι, μια φορά.
– Και πότε ήταν αυτό;
– Όταν έπεσε ο φίλος μου.