—
Ο μικρός Βορειοηπειρώτης πάει για πρώτη μέρα στο ελληνικό σχολείο.
– Εδώ που ήρθες, του λέει η δασκάλα, είναι Ελλάδα!
– Η πατρίδα σου. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε πια.
– Είσαι Έλληνας και έτσι πρέπει να νιώθεις.
– Ούτε να λες ότι ονομάζεσαι Αλτίμ.
– Αλέκος θα λες ότι ονομάζεσαι, εντάξει;
– Εντάξει, λέει ο Αλέκος.
– Είμαι Έλληνας, με λένε Αλέκο και δεν έχω να φοβηθώ τίποτε!
– Φεύγει μετά το σχολείο, λοιπόν, αλλά αντί να πάει στο σπίτι,μπλέκει με μπάλα, κάνει τα ρούχα του χάλια, τα γόνατά του
επίσης και μαζεύεται στις δέκα η ώρα σπίτι του.
– Τον βουτάει η μάνα και του τις βρέχει για τα καλά!
– Τη βρίζει η Αλεκάρα τη μάνα του, τις τρώει και από τον πατέρα του.
– Την άλλη μέρα, τον βλέπει ηδασκάλα και τον ρωτάει:
– Τι έπαθες, Αλέκο μου;
– Ποιος σε χτύπησε;.
– Και ο Αλέκος: – Τίποτε σοβαρό, κυρία. Απλώς χθες βράδυ μου…
την… έπεσαν κάτι Αλβανοί”!