—
Δύο ξανθοί καουμπόηδες κάθονται σε ένα σαλούν και τα πίνουν.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος που έχει παραμάσχαλα το κεφάλι ενός ινδιάνου.
Ο μπάρμαν του σφίγγει το χέρι και λέει δυνατά:
– Τους μισώ τους κωλο-ινδιάνους. Την περασμένη βδομάδα τα καθήκια έκαψαν το σπίτι μου, βίασαν τη γυναίκα μου και σκότωσαν τα δύο μου παιδιά. Θα δώσω χίλια δολάρια σε όποιον μου φέρει το κεφάλι ενός ινδιάνου.
Οι δύο ξανθοί αλληλοκοιτάζονται, πληρώνουν και φεύγουν για να κηνυγήσουν ινδιάνους. Μετά από αρκετές ώρες βρίσκουν έναν ινδιάνο. Ο ένας ξανθός αρπάζει μια πέτρα και τον πετυχαίνει στο κεφάλι ρίχνοντας τον από το άλογό του και αφήνοντας τον αναίσθητο. Για κακή τους τύχη όμως ο ινδιάνος κατρακυλάει σε μια ρεματιά.
Τα δύο αστέρια κατεβαίνουν τη ρεματιά και ο ένας βγάζει ένα μαχαίρι για να πάρει το τρόπαιο. Τότε ο άλλος του λέει:
– Μεγάλε, για κοίτα εδώ λίγο.
– Όχι τώρα, δε μπορώ.
Ο πρώτος τον σκουντάει στους ώμους επίμονα και του ξαναλέει:
– Μα κοίτα σου λέω!
– Παράτα μας ρε φίλε. Έχω χίλια δολάρια στα χέρια μου.
Ο πρώτος επιμένει ακόμη:
– Σε παρακαλώ, κοίτα!
Ο άλλος γυρίζει και βλέποντας πέντε χιλιάδες ινδιάνους στην κορυφή της ρεματιάς μονολογεί:
– Ω, Θεέ μου! Θα γίνουμε εκατομμυριούχοι!