—
Ήταν ένας ορειβάτης ο οποίος λίγο πριν κατακτήσει την κορυφή παραπάτησε, τα σχοινιά δεν τον κράτησαν και πέφτωντας λοιπόν σε μια βαθιά χαράδρα πιάνεται κατά τύχη σε ένα κλαρί.
– Εξαντλημένος και καταφοβισμένος αρχίζει να φωνάζει.
– Βοήθεια, βοήθεια με ακούει κανείς;
Μετά από πολλές φωνές, ακούει μια επιβλητική φωνή να του λέει:
– Σε ακούω τέκνο μου μη φοβάσαι άνοιξέ τα χέρια σου και δυο άγγελοι θα σε οδηγήσουν με τα φτερά τους.
Κι ο ορειβάτης απελπισμένος:
– Με ακούει άλλος κανείς!