—
Μια καθαρίστρια καθάριζε τα παράθυρα σε ένα κτίριο.
Ξαφνικά όπως ήταν επάνω στη σκάλα και μπροστά σε ένα παράθυρο, αυτό ξαφνικά ανοίγει και η καθαρίστρια πέφτει στον ακάλυπτο μέσα σε ένα βαρέλι στο οποίο και σφηνώνει.
– Αφού προσπάθησε πολύ ώρα να ελευθερωθεί τελικά κουράστηκε και αποκοιμήθηκε.
Κατά το βραδάκι βγαίνει στον ακάλυπτο από την πίσω πόρτα ενός bar ένας σουρωμένος για κατούρημα.
Εκεί που κατουρούσε βλέπει το βαρέλι με τα δύο πόδια όρθια και ανοικτά, πάει κοντά και της ρίχνει ένα γ@μήσι.
Γυρίζει μέσα στα bar να συνεχίσει το ποτό του αλλά η ψwλή του ήταν σηκωμένη χωρίς να θυμάται το γιατί.
Σκέφτεται:
– Η ψwλή μου γιατί είναι σηκωμένη; Σα να θυμάμαι ότι γ#μησα κάτι εκεί πίσω αλλά δε θυμάμαι τι ήταν.
– Για να πάω να ρίξω μια ματιά.
Πηγαίνει πίσω στο ακάλυπτο ξανά.
– Καλά θυμόμουν ότι γ@μησα εδώ πίσω, για να ξαναρίξω ένα.
Αφού ξαναγαμάει πάει πάλι μέσα να συνεχίσει το ποτό του.
Μετά καμμιά ώρα η ψςλή του ακόμα σηκωμένη ήταν.
– Ρε γαμώτο σα να θυμάμαι να γ@μησα εκεί πίσω.
– Τι κακό είναι αυτό πολύ ξεχνάω τώρα τελευταία. Για να πάω να ρίξω μια ματιά.
Ξαναπάει πίσω στον ακάλυπτο και αφού ρίχνει ακόμα ένα γ@μήσι, κάθεται και σκέφτεται βλέποντας το βαρέλι.
– Ρε συ αυτό καλό μοuνί είναι, γιατί το πετάξανε;