—
Ένα πρωϊνό, ο ταχυδρόμος χτυπά την πόρτα ενός σπιτιού.
– Ανοίγει η κυρία του σπιτιού και ο ταχυδρόμος της παραδίδει μια επιταγή. Πριν προλάβει να φύγει, η κυρία τον σταματά και τον προσκαλεί για καφέ. Ο ταχυδρόμος, κουρασμένος από την δουλειά αποδέχεται την πρότασή της.
– Αφού ήπιαν τον καφέ τους, σηκώθηκε να φύγει. Έλα όμως που η κυρία είχε άλλη γνώμη.
– Καλέ, τόσες φορές έχετε έρθει σπίτι μου και δεν έχετε ρίξει ούτε μια ματιά στον επάνω όροφο, του λέει.
Έτσι τον πήγε επάνω. Tον έβαλε στην κρεβατοκάμαρα και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι.
– Αφού τελείωσαν, του δίνει ένα χιλιάρικο και του λέει να φύγει. Ο ταχυδρόμος όμως περπατώντας στον δρόμο, άρχισε να σκέφτεται την όλη φάση και αποφασίζει να ζητήσει εξηγήσεις.
– Επιστρέφει λοιπόν, και ρωτά την κυρία, το πώς και το γιατί.
– Να, του λέει αυτή…
– Το πρωϊ λέω του άνδρα μου:
– Τάκη μου, τι να τον κάνω τον ταχυδρόμο που θα έρθει σε λίγο;
Και μου λέει…
– Όχου μωρή, με πρήζεις πρωϊνιάτικα… Φτιάξτου ένα καφέ, γαμ..έ τον, δώστου ένα χιλιάρικο και διώχτον!