—
Ο φτωχός νέος και η πλούσια νέα συζητούν για την μακρόχρονη σχέση τους.
– Πρέπει να γνωρίσεις τους γονείς μου…
λέει η πλούσια νέα.
– Μα είμαι φτωχός και δεν θα με θέλουν…
λέει ο φτωχός νέος
– Αγάπη μου εγώ σε θέλω και αυτό έχει σημασία, θα έρθεις εσύ και οι γονείς σου …
να γνωρίσετε τους δικούς μου γονείς… αλλιώς τέρμα χωρίζουμε.
Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο φτωχός νέος δέχεται, και μετά από λίγο καιρό αυτός και οι γονείς του επισκέπτονται την πλούσια νέα και τους γονείς της.
Μπαίνοντας στο σαλόνι κάθονται σε ένα καναπέ η πλούσια μάνα και ο πλούσιος πατέρας, σε έναν άλλο ο φτωχός πατέρας και η φτωχή μάνα, σε μια … καρέκλα η πλούσια νέα, και σε έναν καναπέ ο φτωχός νέος και ο γάτος της πλούσιας μάνας.
Καθώς μιλούσαν, του έρχεται του φτωχού νέου να κλάσει…
– Ζορίζετε, την κρατάει … τελικά δεν αντέχει και την αμολάει.
– Ζαν, λέει η πλούσια μάνα κοιτώντας το γάτο.
– Ουφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο, σκέφτεται ο φτωχός νέος.
Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν ξανά ο φτωχός νέος βρίσκεται στη δύσκολη θέση που βρισκόταν πιο πριν μα τώρα η κλανιά είναι μεγαλύτερη.
– Κρατιέται…σφίγγετε.. απο εδώ από εκεί δεν αντέχει και την αμολάει… Ζαν, λέει ξανά η πλούσια μάνα, κοιτώντας το γάτο.
– Ουφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο, σκέφτεται ξανά ο φτωχός νέος.
Ε να μην τα πολυλογούμε μετά από λίγο μην αντέχοντας ξανά ο φτωχός νέος ρίχνει μια πολύ δυνατή κλανιά…
– Ζαν, καλά τι περιμένεις να σε χέσει και να φύγεις από εκεί; λέει η πλούσια μάνα.