—
Ο Γιάννης κι η Ελένη παντρεύτηκαν πρόσφατα από κεραυνοβόλο έρwτα κι είναι ακόμα μες τα σιρόπια.
– Όμως ο Γιάννης έχει αρχίσει να πεθυμάει και τις μπαρότσαρκες που έβγαινε με τους φίλους του πριν το γάμο.
– Οπότε ένα βράδυ λέει στην Ελένη…
– Ξέρεις πιτσουνάκι μου, έλεγα να πήγαινα με το Αντωνάκη και τον Κώστα για καμιά μπύρα.
Κι η Ελένη…
– Μπύρα θέλει το σπουργιτάκι μου; Ορίστε, διάλεξε ποια προτιμάς!
Και ανοίγει το ψυγείο και να σου μέσα καμιά δεκαριά είδη μπύρες …
ελληνικές και ξένες, ξανθιές, μαύρες, κόκκινες, πράσινες, μπλε…
– Ναι, αλλά βρε καρδουλίτσα μου, στο μπαρ με την μπύρα μας τρώμε και κάτι.
– Μεζεδάκι θέλει το σουτζουκάκι μου; Ορίστε, διάλεξε τι προτιμάς!
Και του παρουσιάζει ένα δίσκο γεμάτο μεζέδες να σου πέφτουνε…
τα σάλια, τι καπνιστά, τι σολομούς, τι χαβιάρια, τι όλα τα είδη τυριώ…
… τι τα καλύτερα είδη αλλαντικών.
– Ναι, αλλά βρε γλυκουλίνι μου, στο μπαρ τη μπύρα την πίνουμε σε παγωμένα ποτήρια.
Και ανοίγει την κατάψυξη και να σου όλα τα είδη ποτηριών μπύρας παγωμένα!
– Ναι, αλλά βρε καρδερινάκι μου στο μπαρ όταν πίνουμε τη μπύρα μας λέμε και καμιά βρωμοκουβέντα να περάσει η ώρα…
– Βρωμοκουβέντες θέλει το μπακλαβαδάκι μου;
– Πιες λοιπόν τη γ@μημένη τη μπύρα σου, φάε τους γ@μημένους μεζέδες σου και κοψε τις μ@λ@κίες γιατί δεν πρόκειται να πας πουθενά.
– Τό “πιασες κ@ριόλη;