—
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα και 2 τύποι μιλάνε μεγαλόφωνα έξω από ένα σπίτι σε μια φτωχογειτονιά.
Οι φωνές τους όμως ενοχλούνε τον ένοικο του…
σπιτιού, ο οποίος βγαίνει στο παράθυρο και τους λέει να πάνε πιο μακριά γιατί με τις φωνές τους δεν μπορεί να κοιμηθεί και το πρωί πρέπει να ξυπνήσει χαράματα για να πάει στη δουλειά του.
– Μάλιστα κύριε έχετε δίκαιο του απαντάνε!
Κλείνει το παράθυρο αλλά αυτοί μένουν εκεί και συνεχίζουν ναμιλάνε δυνατά. – Το παράθυρο μετά από λίγο ξανανοίγει κι αυτή τη φορά ο ένοικος του σπιτιού τους φωνάζει αγριεμένος ότι αν δεν απομακρυνθούνε
– θα φωνάξω την αστυνομία.
-Μάλιστα κύριε έχετε απόλυτο δίκαιο ξαναλένε πάλι αυτοί.
– Ωστόσο δεν απομακρύνονται και συνεχίζουν τη θορυβώδη συζήτηση τους έξω, από το παράθυρο του ανθρώπου που αυτή τη φορά βγαίνει πάλι στο παράθυρο,με μια καραμπίνα και τους απειλεί ότι θα τους πυροβολήσει αν συνεχίσουν να τον ενοχλούνε.
– Τότε ο ένας από τους δυο τύπους του λέει:
-Έχετε δίκαιο κύριε να διαμαρτύρεστε αλλά έχουμε μια σοβαρή διαφωνία με το φίλο μου από εδώ, στην οποία, ίσως εσείς θα μπορεούσατε να δώσετε τη γνώμη σας ώστε να λείξει το θέμα και να πάμε όλοι για ύπνο…
-Τί είδους διαφωνία είναι αυτή; ρωτάει με περιέργεια ο ένοικος του σπιτιού.
-Να, εγώ, παρεμβαίνει ο άλλος, ισχυρίζομαι ότι αν σε ένα άνδρα του προτείνουν ένα ποσο πενήντα εκατομμυρίων μπορεί να καθήσει να τον
πηδήξει ενώ ο φίλος μου λέει ότι αυτό είναι αδύνατο.
-Εσείς τί λέτε; Θα καθόσασταν να σας πηδhξουν μια φορά για να πάρετε πενήντα εκατομμύρια;
Ο ένοικος του σπιτιού ξαφνιάζετε μπροστά στο ερώτημα που του θέτουν…
– Στέκεται στο παράθυρο σκεφτικός, ξύνει το κεφάλι του και ρωτάει για να βεβαιωθεί.
-Πενήντα εκατομμύρια είπατε; Ναι, βέβαια, για πενήντα εκατομμύρια βρε παιδιά σίγουρα θα καθόμουνα να με πηδξει κάποιος.
Τότε ο ένας από τους 2 τύπους λέει στον άλλο:
-Τα ακουσες που στόλεγα και δεν με πίστευες; Κώλoι διαθέσιμοι υπάρχουνε.
Τα λεφτά δεν υπάρχουν…..