—
Το πρωινό εκείνο άρχισε πολύ περίεργα. Ήταν μόλις λίγες εβδομάδες από τον γάμο του ζευγαριού που έγινε τόσο γρήγορα από την από την ημέρα της γνωριμίας, μετά από ολόκληρα εικοσιτετράωρα ατελείωτου σ3x. Εκείνη δεν είχε γνωρίσει άλλους άντρες και εκείνος είχε γνωρίσει πάρα πολλές γυναίκες.
Όμως, εκείνο το πρωινό, ο σύζυγος με τη σύζυγο άρχισαν να μαλώνουν την ώρα του πρωινού. Όλα ξεκίνησαν από κάτι ασήμαντο που, όμως, κατέληξε σε βαριές κουβέντες, όταν ξαφνικά πετάγεται ο σύζυγος έξαλλος από το τραπέζι και της λέει:
— Και να σου πω και κάτι; Ε; Δεν είσαι και πολύ καλή στο κρεβάτι!
Άφησε την κούπα με τον καφέ, πήρε το σακάκι του και έφυγε από το σπίτι να πάει στην δουλεία. Η σύζυγος είχε μείνει άφωνη και σαν άγαλμα, άφωνη και έτοιμη να βάλει τα κλάματα ή να εκραγεί.
Ο σύζυγος έφτασε στη δουλειά και λίγο αργότερα, άρχισε να συνειδητοποιεί πως δεν φέρθηκε σωστά στην γυναίκα του. Δεν ήταν κουβέντα αυτή που της είπε. Το έτρωγαν οι τύψεις και, τελικά, αποφασίζει να της τηλεφωνήσει. Καλεί τον αριθμό του σπιτιού, αλλά δεν απάντησε.
– Θα πήγε για ψώνια, σκέφτηκε. Θα περίμενε όμως, να γυρίσει για να μιλήσουν με κάποια άνεση.
Είχε πάει 12:30 και υπέθεσε ότι η γυναίκα του θα είχε γυρίσει. Καλεί τον αριθμό του σπιτιού, αλλά και πάλι εκείνη δεν απάντησε. Αποφασίζει να της τηλεφωνήσει κατευθείαν στο κινητό της. Περίμενε, περίμενε… αλλά καμία απάντηση. Τι συνέβαινε; Ξανακαλεί.
Χτύπαγε, χτύπαγε… αλλά καμία απάντηση. Πάνω που πήγαινε να το κλείσει, η γραμμή άνοιξε και ακούστηκε η φωνή της γυναίκα τους λαχανιασμένη.
– Γιατί άργησες τόσο να απαντήσεις στο τηλέφωνο; Που είσαι όλη μέρα και δεν απαντάς; την ρώτησε με μια ανάσα.
– Είμαι στο κρεβάτι, του λέει αυτή.
– Τέτοια ώρα στο κρεβάτι; Και τι έκανες;
– Έπαιρνα μια δεύτερη γνώμη.