—
Σε ένα χωριό της Κρήτης κάνουν προξενιό μία πολύ όμορφη αλλά λίγο χαζούλα κοπέλα με έναν νέο απ’ το δίπλα χωριό. Η μάνα της την συμβούλευε πως θα μιλήσει του γαμπρού μήπως και δεν το καταλάβει πως δεν στροφάρει πολύ:
– Να του μιλάς αργά και καθαρά
– Ω ρε μάνα και τι θα του λέω;
– Να, θα τον ρωτήσεις τι δουλειά κάνει, τι του αρέσει να τρώει και τέτοια γενικά πράγματα» «Εντάξει» λέει αυτή.
– Τη μέρα του τραπεζιού κάθεται η νεαρή μαζί με τον νεαρό και τον ρωτάει:
– Τσι φακές τσι τρως;
– Τσι τρώω… λέει εκείνος.
– Ααα, να σου κάνω εγώ τσι φακές με τη δάφνη να κουζουλαθείς! του ανταπαντάει εκείνη.
Χάρηκε αυτός που ήταν νοικοκυρά η νύφη, ήταν κι όμορφη και την καλόβλεπε…
‘- Το γιουβέτσι το τρως; τον ξαναρωτά αυτή.
– Το τρώω» της απαντάει εκείνος..
– Ααα, να σου κάνω εγώ το γιουβέτσι στον ξυλόφουρνο να κουζουλαθείς!… του ξανά λέει αυτή.
Αυτός τώρα, κάτι άρχισε να καταλαβαίνει και μαγκώθηκε.
– Η μάνα της που τα παρακολουθούσε όλα, την πάει πιο κει και της λέει:
– Μην του λες του γαμπρού όλο για φαγητά θα τον χάσουμε. Όμορφη είσαι, κάνε του καμιά πονηρή κουβέντα να τον γλυκάνεις για να μείνει….
– Εντάξει … απαντάει αυτή.
– Κάθεται εκείνη ξανά δίπλα στον γαμπρό και μετά από λίγο τον ρωτάει:
-Το γ@μήσι σε αρέσει;
– Με αρέσει, λέει εκείνος. και έλαμψαν τα μάτια του
– Αααα, να σε γ@μήσει ο ξάδερφος μου ο Μανόλης να κουζουλαθείς…!!!