—
Ένας Κρητίκαρος λυράρης έκανε τη μεσημεριανή του σιέστα γιατί το βράδυ έπρεπε να παίξει λύρα σε μια ταβέρνα.
Ξαφνικά τα παιδιά του αρχίζουν να φωνάζουν, να μαλώνουν, να γίνεται κακός χαμός στο σπιτι.
– Ξυπνάει ο λυράρης τσαντισμένος και βάζει τις φωνές.
– Αφού δε μπόρεσε να κοιμηθεί ντύνεται γρήγορα παίρνει τη λύρα του και φεύγει για την ταβέρνα τσατισμένος.
– Πάνω στη βιασύνη του όμως κούμπωσε το κουμπί από το πουκάμισο στην κουμπότρυπα του σακακιού.
– Φτάνει στην ταβέρνα για να αρχίσουν οι πρόβες.
Του λέει ο άλλος λυράρης:
– Θα αυτοσχεδιάσουμε μαντινάδες εγώ θα τις ξεκινάω…
κι εσύ θα τις τελειώνεις.
– Εντάξει έγινε.
– Του σακακιού σου το κουμπί είναι του πουκαμίσου…
– Άλλοι εννιά μου το πανε άντε κι εσύ γ@μήσου!