—
Ένας κυνηγός έμεινε στην ερημιά όλο το βράδυ και όχι μόνο αυτό τον έπιασε και μια φοβερή καταιγίδα, αλλά ….
– Μέσα στην ερημιά αυτή και στην φοβερή καταιγίδα αναζητούσε ένα μέρος να μείνει μέχρι να ξημερώσει.
– Ύστερα από πολλές ώρες βλέπει κάπου μακριά ένα αμυδρό φως.
– Με πολλή ελπίδα πλησιάζει και βλέπει ότι το φως ήταν ένα καντήλι μέσα σε ένα πολύ μικρό καμαράκι προσκυνητάρι.
– Με πολλή προφύλαξη πλησίασε και κοίταξε μέσα όπου είδε ότι ήταν ξαπλωμένες τρεις καλόγριες.
– Χτυπά λοιπόν το τζάμι της μικρής πόρτας και σε λίγο του ανοίγει μια καλόγρια.
– Τι θέλετε ρωτάει.
– Τι ερώτηση είναι αυτή…
δεν με βλέπεις Χριστιανή μου είμαι μούσκεμα και θέλω να ξαποστάσω.
– Εδώ δεν μπορείς να μπεις γιατί είναι ένας μικρός οίκος του Θεού μόνο για μοναχές και εξ άλλου δεν έχουμε χώρο.
– Τι είναι αυτά που λες….
– Έτσι είπε Ο Χριστός να αφήνουμε αυτούς που έχουν ανάγκη στην μοίρα τους.
– Τα τελευταία του λόγια ανάγκασαν τις μοναχές να το ξανασυζητήσουν και τελικά αποφάσισαν να του επιτρέψουν να μπει μέσα στο καμαράκι.
– Αυτός σε λίγο ζήτησε την άδεια να του επιτρέψουν να βγάλει τα βρεγμένα του ρούχα πράγμα που έγινε.
– Έβγαλε λοιπόν τα ρούχα του και έμεινε μόνο με το εσώρoυχο.
– Aρχισε όμως να τουρτουρίζει από το φοβερό κρύο.
– Οι μοναχές βλέποντάς τον να υποφέρει στριμώχτηκαν λίγο και έκαναν χώρο να ξαπλώσει δίπλα στην πρώτη μοναχή και να σκεπαστεί.
– Αυτός μόλις σκεπάστηκε και ζεστάθηκε λίγη άρχισε να πασπατεύει την πρώτη καλόγρια.
– Οι μοναχές άρχισαν να προσποιούνται ότι ροχαλίζουν.
– Η πρώτη που δεχόταν ήδη τα χάδια του κυνηγού ακούστηκε :
– Γκρρρ Γκρρρ… Αχ τι ωραία που είναι.
– Αυτή που ήταν προς τον τοίχο ακούστηκε :
– Γκρρρ…Γκρρρ….Γκρρρ…. Έλα και από εδώ….
= Οπότε η μεσαία ακούστηκε γκρρρ…..Γκρρρ….. Γκρρρρ…. μη χαλάς την σειρά.