—
Σε ένα μικρό χωριό ένα ζευγάρι έχει αράξει στη βεράντα του σπιτιού του αγναντεύοντας την όμορφη δύση.
– Κάθονται σε δύο κουνιστές πολυθρόνες και λικνίζονται αργά μέσα στην αρμονική σιωπή που προσφέρει η πολύχρονη συμβίωση.
– Βυθισμένοι στις όποιες σκέψεις τους αργά μπρος – πίσω, μπρος – πίσω…
– Ξαφνικά η σύζυγος σταματά σηκώνει το μπαστούνι της και ρίχνει μια μπαστουνιά στο καλάμι του γέρου που ξεφωνίζει από το πόνο και με κομμένη την ανάσα της λέει :
– Γιατί το κανες αυτό;
– Για τα 50 χρόνια άσχημου….
σeχ που μου πρόσφερες! του απαντάει αυτή και ξαναγυρίζει στο λίκνισμα της πολυθρόνας της.
– Αυτός κούνησε αμήχανα το κεφάλι και οι δυο τους ξαναβυθίστηκαν στη σιωπή.
– Ξανά αργά – αργά οι πολυθρόνες ξανάρχισαν το αργό λίκνισμα τους μπρος – πίσω, μπρος – πίσω….
Ξαφνικά ο σύζυγος αρπάζει το μπαστούνι του και κατεβάζει μια δυνατή μπαστουνιά στο καλάμι της συζύγου.
-Γιατί το έκανες αυτό; ρωτάει αυτή με φωνή σπασμένη από το πόνο.
– Γιατί ξέρεις τη ΔΙΑΦΟΡΆ!