Ένα αντρόγυνο είναι καλεσμένο σε ένα αποκριάτικο πάρτυ μασκέ.
Η ξανθιά σύζυγος έχει αρχίσει να υποπτεύεται πως ο άντρας της την κερατώνει και του λέει πως έχει πονοκέφαλο και δεν θέλει να πάει στο πάρτυ.
Αυτός της λέει πως δεν μπορεί να μην πάει γιατί τον περιμένουν οι φίλοι του.
Βάζει λοιπόν μία στολή γορίλα που είχε και ξεκινάει για το πάρτυ μόνος.
Μετά από λίγο σηκώνεται και η ξανθιά σύζυγος, βάζει τη δεύτερη στολή που έχει αγοράσει κρυφά από τον άντρα της για να μην την αναγνωρίσει και ξεκινά και αυτή για…το πάρτυ.
Φτάνοντας στο πάρτυ, εντοπίσει τον σύζυγο-γορίλα να πειράζει άλλες μασκαρίνες, να κάνει τρέλες μαζί τους, να χορεύει με όλες, να τις χουφτώνει και άλλα τέτοια…
Τον πλησιάζει και αυτή, που είχε τον σκοπό της και έτσι όπως είναι μεταμφιεσμένη αρχίζει να χορεύει μαζί του και να του τρίβεται επίμονα. Αυτός της προτείνει να πάει μαζί του στο πάνω δωμάτιο και εκείνη ευχαρίστως τον ακολουθεί. Βρέθηκαν σ’ ένα δωμάτιο και έτσι όπως ήταν με τις μάσκες το έκαναν για όλο το βράδυ όπως ποτέ στο παρελθόν.
Πριν ξημερώσει όμως έφυγε η ξανθιά χωρίς να φανερωθεί.
Έφτασε πρώτη στο σπίτι και τον περίμενε για να ακούσει τι εξηγήσεις θα της έδινε. Όταν επέστρεψε τον ρώτησε:
«Πως τα πέρασες κύριε γορίλα;»
«Τα συνηθισμένα..» της λέει αυτός «…με τα παιδιά ήμουν και παίζαμε χαρτιά.»
«Α, τα συνηθισμένα…» λέει αυτή με ένταση.
«Αφού ξέρεις ότι δεν περνάω καλά αν δεν είμαστε μαζί» συνεχίζει αυτός.
«Δηλαδή δεν χόρεψες, ούτε φλέρταρες;» τον ρώτησε εκείνη που ήταν έτοιμη να τον αρχίσει.
«Αφού σου λέω πως κλειδωθήκαμε σε ένα δωμάτιο και παίζαμε χαρτιά όλο το βράδυ… Όμως κάτσε να σου πω τι συνέβη στον Γιώργο που του δάνεισα τη στολή του γορίλα!